φλυακογράφος

φλυακογράφος
ὁ, Α
συγγραφέας φλυάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, -ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλυακογράφος — writer of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHINTON Tarentinus — Φλυακογράφος τὰ τραγικὰ μεταῤῥυθμίζων εἰς τὸ γελοῖον Hesych. sicque Auctor fuit eius mimilogiae, quae Ιλαροτραγῳδία appellata est, item Φλυακογραφία, vide supra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • φλυακογραφία — ἡ, Α [φλυακογράφος] συγγραφή φλυάκων, σατιρικών τραγουδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”